προσήλυτος

προσήλυτος
-η, -ο / προσήλυτος, -ον, ΝΜΑ
το αρσ. ως ουσ. ο προσήλυτος
αυτός που έχει αλλάξει θρήσκευμα, που έχει προσχωρήσει σε άλλη θρησκεία («οἱ ἐπιδημοῡντες Ῥωμαῑοι, Ἰουδαῑοι τε καὶ προσήλυτοι», ΚΔ)
νεοελλ.
ειρων. αυτός που έχει αλλάξει φρονήματα, πολιτικά ή θρησκευτικά, και έχει προσχωρήσει στην παράταξη πρώην αντιπάλων του
(μσν-αρχ.)
1. εθνικός ο οποίος είχε στραφεί προς τον ιουδαϊσμό και επιθυμούσε να προσχωρήσει στις τάξεις τών πιστών του («ὁ ἐξ ἐθνών ἐπιστρέφων ὃς ὁ προσήλυτος προεφητεύετο» Κλήμ. Αλ.)
2. Ιουδαίος ή εθνικός ο οποίος είχε προσχωρήσει στον χριστιανισμό («προσηλύτους καλεῑ τοὺς καθ' ἑκάστην ἡμέραν ἐκ τῶν ἐθνῶν ἀγρευομένους καὶ τῷ θείῳ προσιόντας βαπτίσματι», Θεοδώρ.)
αρχ.
ξένος, πάροικος («νόμος εἷς ἔσται τῷ ἐγχωρίῳ καὶ τῷ προσελθόντι προσηλύτῳ ἐν ὑμῑν», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προς-* + -ήλυτος < -ηλυς (< θ. ελυθ- μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας ελευθ-, πρβλ. ἐλεύσομαι, μέλλ. τού ἐλεύθω «έρχομαι») + επίθημα -τος, με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. ἐπ-ήλυτος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προσήλυτος — one that has arrived at masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσήλυτος — η, ο 1. αυτός που άλλαξε θρησκευτικό δόγμα. 2. αυτός που άλλαξε πολιτικές πεποιθήσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσήλυτον — προσήλυτος one that has arrived at masc/fem acc sg προσήλυτος one that has arrived at neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσηλύτοις — προσήλυτος one that has arrived at masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσηλύτου — προσήλυτος one that has arrived at masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσηλύτους — προσήλυτος one that has arrived at masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσηλύτων — προσήλυτος one that has arrived at masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσηλύτῳ — προσήλυτος one that has arrived at masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσήλυτα — προσήλυτος one that has arrived at neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσήλυτοι — προσήλυτος one that has arrived at masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”